συλλογισμῶν

συλλογισμῶν
συλλογισμός
computation
masc gen pl

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Look at other dictionaries:

  • ξυλλογισμῶν — συλλογισμῶν , συλλογισμός computation masc gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • λογική — I (Μαθημ.). Μαθηματική επιστήμη, τα θεμέλια της οποίας βρίσκονται στο έργο του Αριστοτέλη Όργανον (βλ. λ. λογική [φιλοσοφική επιστήμη]). Ο μαθηματικός Μπουλ εισήγαγε στη λ. αυτή τον λογισμό, με τον οποίο αποφεύγονται πολλά προβλήματα που υπάρχουν …   Dictionary of Greek

  • πολυσυλλογισμός — ο, Ν (φιλοσ.) σύνθετη μορφή συλλογισμού που αποτελεί συνεκτική ακολουθία επάλληλων και με εσωτερική αλληλουχία νοήματος συλλογισμών και στον οποίο τα συμπεράσματα τών προηγούμενων διαμορφώνουν τη λογική δομή τών υποθέσεων τών επόμενων συλλογισμών …   Dictionary of Greek

  • συλλογιστικός — ή, ό / συλλογιστικός, ή, όν, ΝΜΑ [συλλογίζομαι] 1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται σε συλλογισμό ή που γίνεται με συλλογισμό (α. «συλλογιστικός τρόπος» β. «συλλογιστικοὶ σύνδεσμοι», Δίον. Θρ. γ. «ἀπόδειξις λόγος συλλογιστικὸς ἀληθής», Πλάτ.) 2. φρ …   Dictionary of Greek

  • ХРИСИПП —     ХРИСИПП (Χρύσιππος) из Сол (ок. 278 ок. 205 н. э.), третий схоларх Стой и крупнейший представитель стоицизма, ученик и преемник Клеанфа.     Жизнь. Единственное определенное хронологическое свидетельство «Хроники» Аполлодора (SVF II 1 = D. L …   Античная философия

  • αέριο — Σώμα σε κατάσταση τέτοια που δεν χαρακτηρίζεται ούτε από το σχήμα ούτε από τον όγκο του και αυτό οφείλεται στη σχεδόν πλήρη ελευθερία κίνησης των συστατικών σωματιδίων του και των σχετικά μεγάλων αποστάσεων μεταξύ τους. Η ύπαρξη χώρου μεταξύ των… …   Dictionary of Greek

  • αμφιβολία — Κατάσταση αντίθετη προς τη βεβαιότητα, που εκδηλώνεται ως αναστολή της κρίσης. Όταν η α. θεωρείται αναγκαίο παρακολούθημα κάθε έρευνας που στηρίζεται στη διάγνωση της αναξιοπιστίας των μαρτυριών των αισθήσεων και των λειτουργιών του λογικού,… …   Dictionary of Greek

  • αμφιθυμία — η (Ψυχολ.) η συνύπαρξη δύο αντιθέτων συναισθημάτων, βουλήσεων, συλλογισμών, ορμών σε διάφορες ψυχοπάθειες. [ΕΤΥΜΟΛ. < amphithymia, νεολατιν. επιστημον. όρος, ελληνογενής < αμφι * + θυμία < θυμος < αρχ. θυμός «ψυχή, πνεύμα»] …   Dictionary of Greek

  • δίλημμα — Σύνθετος συλλογισμός που περιέχει δύο αντιθετικές προτάσεις· θέση αμηχανίας στην οποία βρίσκεται κανείς προκειμένου να επιλέξει μεταξύ δύο αποφάσεων· απορία που οδηγεί σε δύο αντίθετες απόψεις ή λύσεις· η δυσχέρεια επιλογής μεταξύ ενός ζεύγους… …   Dictionary of Greek

  • επαγωγή — I (Βιολ.). Φαινόμενο, κατά το οποίο σε ένα όργανο, κύτταρα ή ιστοί μπορούν να προκαλέσουν ορισμένη διαφοροποίηση σε άλλα γειτονικά κύτταρα ή ιστούς. Στα φαινόμενα της ε. περιλαμβάνονται και αρνητικές επιδράσεις, δηλαδή αναστολή της διαφοροποίησης …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”